- φιλονεικήσωμεν
- φιλονεικέωaor subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… … Dictionary of Greek